μικροφάγος

μικροφάγος
-ο (Α μικροφάγος, -ον)
αυτός που τρώει λίγο ή που δεν τρώει καλά
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μικροφάγα
(μικρβλ.) λευκά αιμοσφαίρια τα οποία έχουν λίγο πρωτόπλασμα, επειδή συλλαμβάνουν και καταστρέφουν τα μικρόβια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' τού ἐσθίω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”